- αναλάτιστος
- -η, -ο1. αυτός που δεν αλατίστηκε, ο ανάλατος2. (για ζώα) αυτός που δεν έφαγε αλάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + αλάτιστος < αλατιστός. Η σημασία τής στερήσεως προήλθε από τον αναβιβασμό τού τόνου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άναλος — η, ο (Α ἄναλος, ον) [ἅλς] αυτός που δεν περιέχει αλάτι, ανάλατος, αναλάτιστος νεοελλ. αυτός που δεν έχει χάρη ή νοστιμιά, άχαρος, «ανάλατος» … Dictionary of Greek
ανάλατος — Τοποθεσία μεταξύ Αθήνας και Φαλήρου, κοντά στη λεωφόρο Συγγρού. Τον Απρίλιο του 1827 έγινε εκεί σφοδρή μάχη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Στη μάχη έλαβαν μέρος πολλοί οπλαρχηγοί, μεταξύ των οποίων και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, που είχε καταστρώσει… … Dictionary of Greek
ανάλιστος — η, ο (Α ἀνάλιστος, ον) αναλάτιστος, ανάλατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + ἁλιστός (< ἁλίζω) «αλατιστός»] … Dictionary of Greek